Η Έρρικα κλείνει την πόρτα του δωματίου της απότομα κι ακουμπάει την πλάτη της απάνω, κοιτώντας το ταβάνι. Πετάει την σχολική της τσάντα θυμωμένη και ποτάμια δακρύων διασχίζουν το εφηβικό της πρόσωπο. Η Έλενα την ακολουθεί και προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα ανήσυχη. Η Έρρικα της φωνάζει ότι δεν χρειάζεται και κλειδώνει την πόρτα του δωματίου, πριν πέσει στο κρεβάτι κλαίγοντας με αναφιλητά. Ο πατέρας της δεν έχει γυρίσει ακόμα από την δουλειά και η νέα σύντροφος του, η Έλενα, φροντίζει να είναι το τραπέζι έτοιμο μόλις επιστρέψει. Η Έλενα μένει μαζί με την Έρρικα και τον πατέρα της τον τελευταίο ενάμισι χρόνο. Μόλις μετακόμισε στο σπίτι τους, το συναισθηματικό μαρτύριο ξεκίνησε για την Έρικκα.
Ο πατέρας της γυρίζει στο σπίτι. «Τί κάνουν τα κορίτσια μου;» και αφήνει την τσάντα του στο γραφείο, πριν μπει στην κουζίνα. Η Έλενα ξανανεβαίνει να φωνάξει το κορίτσι που θεωρεί πλέον κόρη της, εφόσον η ίδια δεν μπορεί να αποκτήσει δικά της παιδιά. «Έλα καρδιά μου! Τρώμε!». Η Έρρικα λύγιζε κάθε φορά που άκουγε την φωνή της, έτσι και τώρα. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να της κρυφτεί, πως κάτι θα γινόταν και ένα αόρατο χέρι θα ξεσκέπαζε το πέπλο που είχε η ίδια φορέσει στον εαυτό της.
Η Έρικκα κατεβαίνει και κάθεται στο τραπέζι. Οι τρεις τους ξεκινάνε να τρώνε ενώ το κινητό της δέχεται ένα μήνυμα. Το κοιτάζει και ο πατέρας της την ταρακουνάει μόλις βλέπει ότι η κόρη του έχει χλωμιάσει διαβάζοντας το μήνυμα που έλαβε. «Τί συμβαίνει;» και κατεβάζουν και οι δύο γονείς τα μαχαιροπίρουνα από τα χέρια τους. «Τίποτα… Με συγχωρείτε» και πηγαίνει στο δωμάτιό της. Η Έλενα τον κοιτάζει αλλά προτιμά να μην του πει ότι η Έρρικα γύρισε κλαμμένη απ’το σχολείο. Σκέφτεται ότι καλύτερα να μιλήσει πρώτα στην ίδια. Αφού τον καθυσηχάζει, συνεχίζουν το γεύμα τους και όταν εκείνος ξαναφεύγει για το γραφείο, η Έλενα ανεβαίνει στο δωμάτιο της Έρικκας.
Την βρίσκει καθισμένη με διπλωμένα πόδια στο κρεβάτι να κοιτάζει με απλανές βλέμμα το κενό. Η Έλενα κάθεται δίπλα της και αγγίζει τα διπλωμένα χέρια της Έρικκας. Τότε το βλέμμα της στρέφεται και καρφώνεται στο βαθιά μελαγχολικό βλέμμα της Έλενας.
«Δεν θα μου πεις γιατί γύρισες κλαμμένη και ποιός σε τάραξε στο μήνυμα;». Στα αυτιά της Έρικκας η φωνή της Έλενας αποπνέει μια γαλήνη που προς στιγμήν νομίζει πως χέρια αγγέλων χαιδεύουν τ’αυτιά της, τα μαλλιά της και την αγκαλιάζουν έτσι ώστε εκείνη να γύρει προς το μέρος της Έλενας, η οποία συνεχίζει να την κοιτά με ύφος γεμάτο αγωνία και συμπόνια. Χωρίς να το καταλάβει, έρχεται, τόσο κοντά στο πρόσωπό της και τα χείλια τους ενώνονται. «Έρικκα, τί κάνεις;» το τρέμουλο στην φωνή της μητριάς της, την αναγκάζει να επανέρθει στην πραγματικότητα. Προσπαθεί να βρει μια δικαιολογία για το φιλί που μόλις της έδωσε.
«Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Νιώθω τυχερή που αναπνέω τον ίδιο αέρα με σένα. Μου φτάνει να σε βλέπω. Να κινείσαι. Να υπάρχεις.» Τώρα ήταν της Έλενας το βλέμμα παγωμένο. «Στο σχολείο κάποιοι διάβασαν το ημερολόγιό μου που καταλαβαίνεις τί γραφω μέσα. Αλλά δεν με πειράζει. Τίποτα δεν με πειράζει. Για σένα τα αντέχω όλα.» και την φίλησε.
Leave a Reply